παραφραστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παραφραστής οι παραφραστές
      γενική του παραφραστή των παραφραστών
    αιτιατική τον παραφραστή τους παραφραστές
     κλητική παραφραστή παραφραστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παραφραστής < ελληνιστική κοινή παραφραστής < παραφράζω < παρα- + αρχαία ελληνική φράζω

Ουσιαστικό

παραφραστής αρσενικό (θηλυκό παραφράστρια)

  1. αυτός που παραφράζει
  2. (κατ’ επέκταση) μεταγλωττιστής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.