παραφράστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παραφράστρια | οι | παραφράστριες |
| γενική | της | παραφράστριας | των | παραφραστριών |
| αιτιατική | την | παραφράστρια | τις | παραφράστριες |
| κλητική | παραφράστρια | παραφράστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παραφράστρια < παραφραστής + -τρια
Μεταφράσεις
παραφράστρια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.