παραφίνωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παραφίνωση οι παραφινώσεις
      γενική της παραφίνωσης* των παραφινώσεων
    αιτιατική την παραφίνωση τις παραφινώσεις
     κλητική παραφίνωση παραφινώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παραφινώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παραφίνωση < παραφίνη + -ωση

Ουσιαστικό

παραφίνωση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.