παραφινόλουτρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | παραφινόλουτρο | τα | παραφινόλουτρα |
| γενική | του | παραφινόλουτρου | των | παραφινόλουτρων |
| αιτιατική | το | παραφινόλουτρο | τα | παραφινόλουτρα |
| κλητική | παραφινόλουτρο | παραφινόλουτρα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
παραφινόλουτρο ουδέτερο
Μεταφράσεις
παραφινόλουτρο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.