παρασχίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρασχίδα οι παρασχίδες
      γενική της παρασχίδας των παρασχίδων
    αιτιατική την παρασχίδα τις παρασχίδες
     κλητική παρασχίδα παρασχίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παρασχίδα < (ελληνιστική κοινή) παρασχίς < παρά + σχίζω

Ουσιαστικό

παρασχίδα θηλυκό

  1. ξύλινο κομματάκι που έχει αποσχιστεί από κάποιο μεγαλύτερο
     συνώνυμα: ξεσκλίδι, σχίζα, πελεκούδι
  2. (ανατομία) λεπτό και μυτερό κομμάτι (θραύσμα) οστού, που αποσπάστηκε από μεγαλύτερο μετά από σπάσιμο
  3. (μεταφορικά) (λογοτεχνικό) δίστιχο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.