παραστρατώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παραστρατώ < μεσαιωνική ελληνική παραστρατῶ < παραστρατίζω < παρά + ελληνιστική κοινή στράτα < λατινική strata < stratus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος sterno < πρωτοϊταλική *stornō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *str̥-n-h₃- < *sterh₃- (εκτείνω, επεκτείνω)

Ρήμα

παραστρατώ

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.