παραστέγασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παραστέγασμα τα παραστεγάσματα
      γενική του παραστεγάσματος των παραστεγασμάτων
    αιτιατική το παραστέγασμα τα παραστεγάσματα
     κλητική παραστέγασμα παραστεγάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παραστέγασμα < παραστεγάζω + -μα

Ουσιαστικό

παραστέγασμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.