παρασιτία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παρασιτία | οι | παρασιτίες |
| γενική | της | παρασιτίας | των | παρασιτιών |
| αιτιατική | την | παρασιτία | τις | παρασιτίες |
| κλητική | παρασιτία | παρασιτίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παρασιτία < ελληνιστική κοινή παρασιτία < αρχαία ελληνική παράσιτος < παρά + σῖτος
Μεταφράσεις
παρασιτία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.