παρασάγγης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | παρασάγγης | οι | παρασάγγες |
| γενική | του | παρασάγγη | των | παρασαγγών |
| αιτιατική | τον | παρασάγγη | τους | παρασάγγες |
| κλητική | παρασάγγη | παρασάγγες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παρασάγγης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παρασάγγης (μέτρο απόστασης των αρχαίων Περσών) < περσική فرسنگ (farsang) < αρχαία περσική *frasanhva-
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.naˈsaŋ.ɟis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐σάγ‐γης
Ουσιαστικό
παρασάγγης αρσενικό
Εκφράσεις
- απέχω παρασάγγας, απέχω παρασάγγες
Μεταφράσεις
παρασάγγης
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
- (μονάδα μέτρησης)
Πηγές
- παρασάγγης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παρασάγγης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.