παρασάγγης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παρασάγγης οι παρασάγγες
      γενική του παρασάγγη των παρασαγγών
    αιτιατική τον παρασάγγη τους παρασάγγες
     κλητική παρασάγγη παρασάγγες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παρασάγγης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παρασάγγης (μέτρο απόστασης των αρχαίων Περσών) < περσική فرسنگ (farsang) < αρχαία περσική *frasanhva-

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.naˈsaŋ.ɟis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παρασάγγης

Ουσιαστικό

παρασάγγης αρσενικό

  • (μονάδα μέτρησης, ιστορία) μέτρο απόστασης των αρχαίων Περσών. Ισοδυναμούσε με μήκος 30 σταδίων, δηλαδή 30 Χ 185,15 = 5.554,5 σημερινών μέτρων.

Εκφράσεις

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

  • (μονάδα μέτρησης)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.