παραποτάμιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραποτάμιος η παραποτάμια το παραποτάμιο
      γενική του παραποτάμιου της παραποτάμιας του παραποτάμιου
    αιτιατική τον παραποτάμιο την παραποτάμια το παραποτάμιο
     κλητική παραποτάμιε παραποτάμια παραποτάμιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραποτάμιοι οι παραποτάμιες τα παραποτάμια
      γενική των παραποτάμιων των παραποτάμιων των παραποτάμιων
    αιτιατική τους παραποτάμιους τις παραποτάμιες τα παραποτάμια
     κλητική παραποτάμιοι παραποτάμιες παραποτάμια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παραποτάμιος < αρχαία ελληνική παραποτάμιος

Επίθετο

παραποτάμιος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.