παραμύθιον

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

παραμύθιον < είτε, με διαφορετική σημασία, κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική παραμύθιον (παρηγοριά), είτε σχηματισμός παρα- + αρχαία ελληνική μῦθ(ος) + -ιον[1][2]

Ουσιαστικό

παραμύθιον ουδέτερο

  1. φανταστική διήγηση
  2. ψέμα, παραμύθι

Συγγενικά

  • παραμύθισμα

 και δείτε τις λέξεις παραμυθία και παραμυθῶ (παρηγορώ)

Αναφορές

  1. παραμύθι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. παραμύθι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
    ΣτΕ: Αναφέρεται και στις δύο απόψεις.

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ παραμύθιον τὰ παραμύθι
      γενική τοῦ παραμυθίου τῶν παραμυθίων
      δοτική τῷ παραμυθί τοῖς παραμυθίοις
    αιτιατική τὸ παραμύθιον τὰ παραμύθι
     κλητική ! παραμύθιον παραμύθι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παραμυθίω
γεν-δοτ τοῖν  παραμυθίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παραμύθιον < παρα- + μῦθ(ος) + -ιον  δείτε και τη λέξη παραμυθέομαι

Ουσιαστικό

παραμύθιον, -ου ουδέτερο

  1. παραίνεση, προτροπή
  2. παρηγοριά, παρηγορία, παραμυθία, κατευνασμός
      5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Ἠλέκτρα, στίχ. 130 (129-130) Η Ηλέκτρα απευθύνεται στον χορό.
    γενέθλα γενναίων, / ἥκετ᾽ ἐμῶν καμάτων παραμύθιον·
    Αρχοντοκόρες καλές μου, / έρχεστε παρηγοριά στα δεινά μου να φέρετε·
      5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Ἠλέκτρα, στίχ. 4

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη παραμυθέω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.