παραμετροποιήσιμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραμετροποιήσιμος η παραμετροποιήσιμη το παραμετροποιήσιμο
      γενική του παραμετροποιήσιμου της παραμετροποιήσιμης του παραμετροποιήσιμου
    αιτιατική τον παραμετροποιήσιμο την παραμετροποιήσιμη το παραμετροποιήσιμο
     κλητική παραμετροποιήσιμε παραμετροποιήσιμη παραμετροποιήσιμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραμετροποιήσιμοι οι παραμετροποιήσιμες τα παραμετροποιήσιμα
      γενική των παραμετροποιήσιμων των παραμετροποιήσιμων των παραμετροποιήσιμων
    αιτιατική τους παραμετροποιήσιμους τις παραμετροποιήσιμες τα παραμετροποιήσιμα
     κλητική παραμετροποιήσιμοι παραμετροποιήσιμες παραμετροποιήσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παραμετροποιήσιμος < παραμετροποιώ + -ιμος

Επίθετο

παραμετροποιήσιμος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.