παραμετροποιώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παραμετροποιώ < παράμετρος + -ο- + -ποιώ

Ρήμα

παραμετροποιώ

(νεολογισμός)
  1. περιγράφω ή εκφράζω κάτι με τη χρήση παραμέτρων
  2. ρυθμίζω τις παραμέτρους από κάτι (π.χ. πρόγραμμα κ.ά.)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.