παραμετροποιώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- παραμετροποιώ < παράμετρος + -ο- + -ποιώ
Ρήμα
παραμετροποιώ
- (νεολογισμός)
Συγγενικά
Μεταφράσεις
παραμετροποιώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.