παραλειπόμενα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα παραλειπόμενα
      γενική των παραλειπόμενων
& παραλειπομένων
    αιτιατική τα παραλειπόμενα
     κλητική παραλειπόμενα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παραλειπόμενα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου παραλειπόμενος στον πληθυντικό, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος παραλείπω

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.ɾa.liˈpo.me.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παραλειπόμενα

Ουσιαστικό

παραλειπόμενα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος μετοχής

παραλειπόμενα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.