pass over

Αγγλικά (en)

ενεστώτας pass over
γ΄ ενικό ενεστώτα passes over
αόριστος passed over
παθητική μετοχή passed over
ενεργητική μετοχή passing over

Ετυμολογία

pass over <  δείτε τις λέξεις pass και over

Ρήμα

pass over (en)

  • παραλείπω, αποφασίζω να μην προβιβάσω κάποιον σε μια δουλειά, ειδικά όταν το αξίζει ή πιστεύει ότι το αξίζει
    He was passed over in recent promotions in favor of Smith.
    Παραλείφθηκε στις τελευταίες προαγωγές για χάρη του Σμιθ.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.