παρακινήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

παρακινήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παρακινώ
  2. θα παρακινήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παρακινώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

παρακινήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του παρακίνηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.