καταστρατηγώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καταστρατηγώ < (ελληνιστική κοινή) καταστρατηγέω - καταστρατηγῶ
Ρήμα
καταστρατηγώ
- παραβαίνω νόμο, κανόνα, συνθήκη κλπ
- ↪ τα συνδικάτα κατηγορούν την κυβέρνηση ότι καταστρατηγεί τους κανόνες της δημοκρατίας
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.