παραίνεσις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παραίνεσῐς αἱ παραινέσεις
      γενική τῆς παραινέσεως τῶν παραινέσεων
      δοτική τῇ παραινέσει ταῖς παραινέσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν παραίνεσῐν τὰς παραινέσεις
     κλητική ! παραίνεσῐ παραινέσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παραινέσει
γεν-δοτ τοῖν  παραινεσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παραίνεσις < παραινέ(ω) + -σις. Μορφολογικά αναλύεται σε παρ- +  δείτε τη λέξη αἴνεσις

Ουσιαστικό

παραίνεσις θηλυκό

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.