παρέλκω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παρέλκω < αρχαία ελληνική παρέλκω < παρά + ἕλκω / ἑλκύω

Ρήμα

παρέλκω

  1. σύρω κατά μέρος
  2. (χρονικά) επιμηκύνω εσκεμμένα το χρόνο, χρονοτριβώ, αναβάλλω

Εκφράσεις

  • παρέλκει: είναι περιττό, μη ενδεδειγμένο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.