τρενάρω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τρενάρω < (άμεσο δάνειο) γαλλική traîner + -άρω
Προφορά
- ΔΦΑ : /tɾeˈna.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρε‐νά‐ρω
Ρήμα
τρενάρω, πρτ.: τρέναρα/τρενάριζα, αόρ.: τρέναρα/τρενάρισα (χωρίς παθητική φωνή)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη τρένο
Πηγές
- τρενάρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.