τρενάρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τρενάρω < (άμεσο δάνειο) γαλλική traîner + -άρω

Προφορά

ΔΦΑ : /tɾeˈna.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρενάρω

Ρήμα

τρενάρω, πρτ.: τρέναρα/τρενάριζα, αόρ.: τρέναρα/τρενάρισα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. κάνω κάτι με πολύ αργούς ρυθμούς, τραβώ σε διάρκεια
    Έχω μια δουλειά που την τρενάρω εδώ και βδομάδες.
    Η αφήγησή του τρέναρε πολύ, με αποτέλεσμα να μας νυστάξει όλους.
  2. αργώ να διεκπεραιώσω μια δουλειά, αναβάλλω συνεχώς
    Η παράδοση του νέου σταδίου, τρενάρει ένα χρόνο τώρα, χωρίς λόγο.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.