παράτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παράτα οι παράτες
      γενική της παράτας των (παρατών)
    αιτιατική την παράτα τις παράτες
     κλητική παράτα παράτες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά

ΔΦΑ : /paˈɾa.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παράτα

Ετυμολογία 1

παράτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική parata (παρέλαση, επίδειξη) [1]

Ουσιαστικό

παράτα θηλυκό

Ετυμολογία 2

παράτα < παράταση με ... < παρατείνω  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

παράτα θηλυκό, μόνο στον ενικό [2]

  • (λαϊκότροπο) η παράταση
    Το ματς τελικά πήγε στην παράτα.

Ετυμολογία 3

παράτα: ρηματικός τύπος

Ρηματικός τύπος

παράτα

Αναφορές

  1. παράτα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.