παράταση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παράταση οι παρατάσεις
      γενική της παράτασης* των παρατάσεων
    αιτιατική την παράταση τις παρατάσεις
     κλητική παράταση παρατάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παρατάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παράταση
  1. αρχαία ελληνική παράτασις < παρατείνω
  2. (σημασιολογικό δάνειο) τη γαλλική prolongation

Ουσιαστικό

παράταση θηλυκό

  1. η μεταφορά ενός χρονικού ορίου σε μελλοντικό χρόνο
    έπρεπε να πληρώσω αύριο το γραμμάτιο αλλά πήρα παράταση
  2. η χρονική περίοδος από το αρχικό όριο μέχρι το νέο όριο
    πρέπει να μαζέψω όλα τα χαρτιά κατά τη διάρκεια της παράτασης
  3. (αθλητισμός) το χρονικό διάστημα κατά το οποίο επεκτείνεται η κανονική διάρκεια ενός αγώνα λόγω μη επίτευξης συγκεκριμένων στόχων
    στο μπάσκετ, όταν υπάρχει ισοπαλία στην κανονική διάρκεια του αγώνα, οι αγώνες πηγαίνουν σε παράταση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.