παράταση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παράταση | οι | παρατάσεις |
| γενική | της | παράτασης* | των | παρατάσεων |
| αιτιατική | την | παράταση | τις | παρατάσεις |
| κλητική | παράταση | παρατάσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, παρατάσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παράταση
- αρχαία ελληνική παράτασις < παρατείνω
- (σημασιολογικό δάνειο) τη γαλλική prolongation
Ουσιαστικό
παράταση θηλυκό
- η μεταφορά ενός χρονικού ορίου σε μελλοντικό χρόνο
- έπρεπε να πληρώσω αύριο το γραμμάτιο αλλά πήρα παράταση
- η χρονική περίοδος από το αρχικό όριο μέχρι το νέο όριο
- πρέπει να μαζέψω όλα τα χαρτιά κατά τη διάρκεια της παράτασης
- (αθλητισμός) το χρονικό διάστημα κατά το οποίο επεκτείνεται η κανονική διάρκεια ενός αγώνα λόγω μη επίτευξης συγκεκριμένων στόχων
- στο μπάσκετ, όταν υπάρχει ισοπαλία στην κανονική διάρκεια του αγώνα, οι αγώνες πηγαίνουν σε παράταση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.