παράπλευρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παράπλευρος | η | παράπλευρη | το | παράπλευρο |
| γενική | του | παράπλευρου | της | παράπλευρης | του | παράπλευρου |
| αιτιατική | τον | παράπλευρο | την | παράπλευρη | το | παράπλευρο |
| κλητική | παράπλευρε | παράπλευρη | παράπλευρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παράπλευροι | οι | παράπλευρες | τα | παράπλευρα |
| γενική | των | παράπλευρων | των | παράπλευρων | των | παράπλευρων |
| αιτιατική | τους | παράπλευρους | τις | παράπλευρες | τα | παράπλευρα |
| κλητική | παράπλευροι | παράπλευρες | παράπλευρα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
παράπλευρος, -η, -ο
- που εφάπτεται κατά μήκος της μιας πλευράς του με κάτι άλλο, συνορεύοντας άμεσα μαζί του
- που πραγματοποιείται κατά μήκος μιας γραμμής ή πλευράς
- παράπλευρη κυκλοφορία
- που συμβαίνει έμμεσα, εξαιτίας κάποιου άλλου
- παράπλευρες απώλειες
Συγγενικά
Μεταφράσεις
παράπλευρος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.