παπαφίγκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | παπαφίγκος | οι | παπαφίγκοι |
| γενική | του | παπαφίγκου | των | παπαφίγκων |
| αιτιατική | τον | παπαφίγκο | τους | παπαφίγκους |
| κλητική | παπαφίγκε | παπαφίγκοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παπαφίγκος < (άμεσο δάνειο) βενετική papafigo < ιταλική papafico < pappare + fico
Ουσιαστικό
παπαφίγκος αρσενικό
- (ναυτικός όρος, ιδιωματικό) μεγάλο τετράγωνο ιστίο ιστιοφόρων πλοίων
- (ιδιωματικό) υπερβολικά στολίδια που κρεμούν μερικές γυναίκες
Συνώνυμα
- φώσων / φώσωνας
Πολυλεκτικοί όροι
Παροιμίες
- βρήκες ναύτη για τον παπαφίγκο: (ειρωνικό) για κάποιον που αποφεύγει τις βαριές εργασίες
Μεταφράσεις
Πηγές
- Κοντομίχης, Πανταζής (2001). Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό - ερμηνευτικό - λαογραφικό) [Λαογραφικά Λευκάδας, αρ. 7], Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.
- Λάζαρης, Χριστόφορος Γ. (1970). Τα λευκαδίτικα. Ετυμολογικόν και ερμηνευτικόν λεξιλόγιον των γλωσσικών ιδιωμάτων της νήσου Λευκάδος, Ιωάννινα: Εκτύπωσις Ευριπίδη Κ. Θέμελη.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.