παξιμάδιν

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

παξιμάδιν < μεσαιωνική ελληνική παξιμάδιον < ελληνιστική κοινή παξαμάδιον, (< υποκοριστικό του παξαμᾶς)

Ουσιαστικό

παξιμάδιν ουδέτερο

  1. (τρόφιμο) παξιμάδι
      14ος αιώνας, ανωνύμου, Χρονικόν του Μορέως, Επιμελητής:Schmitt, 1904, Κώδικες H & P στις σελίδες 538+539
    • έκδ.2015, σελ.538, κώδικας Κοπεγχάγης (Havniensis)
      Λοιπὸν ἐμέναν φαίνεται νὰ πράξωμε ὡς σᾶς λέγω·
      ἀφότου ἔχομεν ἐδῶ ψωμὶν καὶ παξιμάδιν,
      κρασίν, νερὸν καὶ ἄρματα ὅσον μᾶς κάμνει χρεία,
      ἐβγᾶτε εἰς παραδιαβασμὸν αὐτοῦ ἔξω εἰς τὴν ταβέρναν,
    • έκδ.2015, σελ.539, Παρισινός κώδικας (Parisinus)
      Λοιπὸν ἐμένα φαίνεται νὰ πράξωμεν ὡς λέγω·
      ἐπεὶ γὰρ ἔχομεν ἐδῶ ψωμὶν καὶ παξιμάδιν,
      νερὸν πολὺ καὶ ἄρματα ὅπου μᾶς κάμνουν χρεία,
      ἐβγᾶτε εἰς περιδιάβασιν αὐτοῦ εἰς τὴν ταβέρναν,
  2. (συνεκδοχικά) κομμάτι

Συγγενικά

  • παξιμαδίζω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.