παντούρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | παντούρης | οι | παντούρηδες |
| γενική | του | παντούρη | των | παντούρηδων |
| αιτιατική | τον | παντούρη | τους | παντούρηδες |
| κλητική | παντούρη | παντούρηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παντούρης < ουγγρική pandúr (αστυνομικός, αξιωματούχος)
Ουσιαστικό
παντούρης αρσενικό
- (ιστορία) (στρατιωτικός όρος) άλλη γραφή του πανδούρος
- ※ Τότε πλέον ἤρχιζε νὰ σκέπτηται περὶ τῆς προσφορᾶς τῆς παντουρίας, καπετανίας, εἰς τὸν ἄγριον τοῦτον ἀρματολόν, εἰς τὸν ὁποῖον, εὑρισκόμενον εἰς τὴν ἀγρίαν ταύτην κατάστασιν, ἀπέδιδον τὸ ἐπώνυμον κλέπτης· ὅταν δὲ οὗτος ἐλάμβανε τὸν μουρασελέν, δικαστικὴν ἀπόφασιν, ἐλέγετο παντούρης ἢ καπιτάνος. (Λάμπρος Κουτσονίκας, Γενικὴ ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, Τύποις τοῦ «Εὐαγγελισμοῦ» Δ. Καρακατσάνη, ἐν Ἀθήναις 1864, τ. 2, σελ. θʹ)
Μεταφράσεις
παντούρης
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.