καπιτάνος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καπιτάνος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καπετάνιος / καπετάνος < βενετική capetanio / capetano < μεσαιωνική λατινική capitaneus (επικεφαλής) < λατινική caput (κεφάλι)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.piˈta.nos/
Ουσιαστικό
καπιτάνος αρσενικό
- (ιστορία) άλλη μορφή του καπετάνιος (αρχηγός ενόπλων)
- ※ Τότε πλέον ἤρχιζε νὰ σκέπτηται περὶ τῆς προσφορᾶς τῆς παντουρίας, καπετανίας, εἰς τὸν ἄγριον τοῦτον ἀρματολόν, εἰς τὸν ὁποῖον, εὑρισκόμενον εἰς τὴν ἀγρίαν ταύτην κατάστασιν, ἀπέδιδον τὸ ἐπώνυμον κλέπτης· ὅταν δὲ οὗτος ἐλάμβανε τὸν μουρασελέν, δικαστικὴν ἀπόφασιν, ἐλέγετο παντούρης ἢ καπιτάνος. (Λάμπρος Κουτσονίκας, Γενικὴ ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, Τύποις τοῦ «Εὐαγγελισμοῦ» Δ. Καρακατσάνη, ἐν Ἀθήναις 1864, τ. 2, σελ. θʹ)
- καπιτάνιος
Μεταφράσεις
καπιτάνος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.