καπιτάνος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καπιτάνος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καπετάνιος / καπετάνος < βενετική capetanio / capetano < μεσαιωνική λατινική capitaneus (επικεφαλής) < λατινική caput (κεφάλι)

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.piˈta.nos/

Ουσιαστικό

καπιτάνος αρσενικό

  • καπιτάνιος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.