παντογνωσία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παντογνωσία οι παντογνωσίες
      γενική της παντογνωσίας των παντογνωσιών
    αιτιατική την παντογνωσία τις παντογνωσίες
     κλητική παντογνωσία παντογνωσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παντογνωσία < παντο- + γνῶσ(ις) + -ία, (μεταφραστικό δάνειο) μεσαιωνική λατινική omniscientia[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /pan.doˈɣno.si.a/

Ουσιαστικό

παντογνωσία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.