παντζαρόσουπα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παντζαρόσουπα | οι | παντζαρόσουπες |
| γενική | της | παντζαρόσουπας | — | |
| αιτιατική | την | παντζαρόσουπα | τις | παντζαρόσουπες |
| κλητική | παντζαρόσουπα | παντζαρόσουπες | ||
| Στα σύνθετα, η δύσχρηστη γενική πληθυντικού που θα έληγε σε -ών (όπως στην κλίση «θάλασσα») τείνει να κρατάει σταθερό τον τόνο (όπως στην κλίση «αρθρίτιδα») | ||||
| Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

παντζαρόσουπα
Ετυμολογία
- παντζαρόσουπα < παντζάρ(ι) + -ό- + -σουπα
Ουσιαστικό
παντζαρόσουπα θηλυκό
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
παντζαρόσουπα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.