πανοσιότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πανοσιότητα οι πανοσιότητες
      γενική της πανοσιότητας των πανοσιοτήτων
    αιτιατική την πανοσιότητα τις πανοσιότητες
     κλητική πανοσιότητα πανοσιότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πανοσιότητα < πανόσιος + -ότητα

Ουσιαστικό

πανοσιότητα θηλυκό

  1. (θρησκεία) το να είναι κάποιος πανόσιος, η ιδιότητα του πανόσιου
  2. (θρησκεία) προσφώνηση κάποιου πανοσιότατου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.