πανοσιότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πανοσιότητα | οι | πανοσιότητες |
| γενική | της | πανοσιότητας | των | πανοσιοτήτων |
| αιτιατική | την | πανοσιότητα | τις | πανοσιότητες |
| κλητική | πανοσιότητα | πανοσιότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πανοσιότητα θηλυκό
- (θρησκεία) το να είναι κάποιος πανόσιος, η ιδιότητα του πανόσιου
- (θρησκεία) προσφώνηση κάποιου πανοσιότατου
- παναγιότητα
- πανιερότητα
- πανοσιολογιότητα
Μεταφράσεις
πανοσιότητα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.