πανίσχυρων

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

πανίσχυρων

  1. γενική πληθυντικού του πανίσχυρος
  2. γενική πληθυντικού του πανίσχυρη
  3. γενική πληθυντικού του πανίσχυρο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.