πανάχραντος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πανάχραντος | η | πανάχραντη | το | πανάχραντο |
| γενική | του | πανάχραντου | της | πανάχραντης | του | πανάχραντου |
| αιτιατική | τον | πανάχραντο | την | πανάχραντη | το | πανάχραντο |
| κλητική | πανάχραντε | πανάχραντη | πανάχραντο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πανάχραντοι | οι | πανάχραντες | τα | πανάχραντα |
| γενική | των | πανάχραντων | των | πανάχραντων | των | πανάχραντων |
| αιτιατική | τους | πανάχραντους | τις | πανάχραντες | τα | πανάχραντα |
| κλητική | πανάχραντοι | πανάχραντες | πανάχραντα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πανάχραντος < ελληνιστική παν- + άχραντος
Επίθετο
πανάχραντος, -η, -ο
- πανάγιος, αμόλυντος
- (χριστιανισμός) προσωνυμία και επίκληση της Θεοτόκου
- ονομασία ιεράς μονής Άνδρου
Μεταφράσεις
πανάχραντος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.