παμβαλκανικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παμβαλκανικός η παμβαλκανική το παμβαλκανικό
      γενική του παμβαλκανικού της παμβαλκανικής του παμβαλκανικού
    αιτιατική τον παμβαλκανικό την παμβαλκανική το παμβαλκανικό
     κλητική παμβαλκανικέ παμβαλκανική παμβαλκανικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παμβαλκανικοί οι παμβαλκανικές τα παμβαλκανικά
      γενική των παμβαλκανικών των παμβαλκανικών των παμβαλκανικών
    αιτιατική τους παμβαλκανικούς τις παμβαλκανικές τα παμβαλκανικά
     κλητική παμβαλκανικοί παμβαλκανικές παμβαλκανικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παμβαλκανικός < παμ- (παν-) + βαλκανικός[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /paɱ.val.ka.niˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παμβαλκανικός

Επίθετο

παμβαλκανικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.