παμβαλκανικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- παμβαλκανικά < παμβαλκανικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /paɱ.val.ka.niˈka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παμ‐βαλ‐κα‐νι‐κά
Πηγές
- παμβαλκανικά - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.