παλιανθρωπάκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | παλιανθρωπάκος | οι | παλιανθρωπάκοι |
| γενική | του | παλιανθρωπάκου | των | παλιανθρωπάκων |
| αιτιατική | τον | παλιανθρωπάκο | τους | παλιανθρωπάκους |
| κλητική | παλιανθρωπάκο | παλιανθρωπάκοι | ||
| Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παλιανθρωπάκος < παλιάνθρωπ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -άκος
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.ʎan.θɾoˈpa.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐λιαν‐θρω‐πά‐κος
Μεταφράσεις
παλιανθρωπάκος
|
→ δείτε τη λέξη μικροαπατεώνας |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.