παλαμικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παλαμικός η παλαμική το παλαμικό
      γενική του παλαμικού της παλαμικής του παλαμικού
    αιτιατική τον παλαμικό την παλαμική το παλαμικό
     κλητική παλαμικέ παλαμική παλαμικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παλαμικοί οι παλαμικές τα παλαμικά
      γενική των παλαμικών των παλαμικών των παλαμικών
    αιτιατική τους παλαμικούς τις παλαμικές τα παλαμικά
     κλητική παλαμικοί παλαμικές παλαμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παλαμικός < παλάμη ή Παλαμάς

Επίθετο

παλαμικός, -ή, -ό

  1. που σχετίζεται με την παλάμη
     συνώνυμα: παλαμιαίος
  2. που αναφέρεται στο έργο και στη σκέψη του Βυζαντινού θεολόγου και κληρικού Γρηγόριου Παλαμά (1296-1359) ή σχετίζεται με αυτά
    •  δείτε τη λέξη Παλαμισμός
  3. που αναφέρεται στο έργο του Έλληνα ποιητή Κωστή Παλαμά (1859-1943) ή σχετίζεται με αυτό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.