παλαιοϊχνολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παλαιοϊχνολογία οι παλαιοϊχνολογίες
      γενική της παλαιοϊχνολογίας των παλαιοϊχνολογιών
    αιτιατική την παλαιοϊχνολογία τις παλαιοϊχνολογίες
     κλητική παλαιοϊχνολογία παλαιοϊχνολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παλαιοϊχνολογία < παλαιο- + ιχνολογία  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

παλαιοϊχνολογία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.