παλαιοζωικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παλαιοζωικός η παλαιοζωική το παλαιοζωικό
      γενική του παλαιοζωικού της παλαιοζωικής του παλαιοζωικού
    αιτιατική τον παλαιοζωικό την παλαιοζωική το παλαιοζωικό
     κλητική παλαιοζωικέ παλαιοζωική παλαιοζωικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παλαιοζωικοί οι παλαιοζωικές τα παλαιοζωικά
      γενική των παλαιοζωικών των παλαιοζωικών των παλαιοζωικών
    αιτιατική τους παλαιοζωικούς τις παλαιοζωικές τα παλαιοζωικά
     κλητική παλαιοζωικοί παλαιοζωικές παλαιοζωικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παλαιοζωικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική palaeozoic

Επίθετο

παλαιοζωικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.