γιακουτικά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα γιακουτικά
      γενική των γιακουτικών
    αιτιατική τα γιακουτικά
     κλητική γιακουτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γιακουτικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου γιακουτικός στον πληθυντικό < Γιακουτία

Ουσιαστικό

γιακουτικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συνώνυμα

  • σαχά ή σακά

Σημειώσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.