παγοθραύστης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παγοθραύστης οι παγοθραύστες
      γενική του παγοθραύστη των παγοθραυστών
    αιτιατική τον παγοθραύστη τους παγοθραύστες
     κλητική παγοθραύστη παγοθραύστες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παγοθραύστης < πάγος + θραύω

Ουσιαστικό

παγοθραύστης ουδέτερο

  1. προεξέχον στέλεχος στην πλώρη ενός πλοίου που προκαλεί το σπάσιμο των πάγων που επιπλέουν
  2. (συνεκδοχικά) το παγοθραυστικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.