παγανισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παγανισμός οι παγανισμοί
      γενική του παγανισμού των παγανισμών
    αιτιατική τον παγανισμό τους παγανισμούς
     κλητική παγανισμέ παγανισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παγανισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική paganisme[1] < υστερολατινική paganismus , αναλύεται σε * παγαν- + -ισμός

Ουσιαστικό

παγανισμός αρσενικό

  • η ειδωλολατρία, που συνδέεται με τα πρώτα χριστιανικά χρόνια, όταν η πίστη στις προχριστιανικές θρησκείες είχε περιοριστεί στους αγροτικούς πληθυσμούς.

Συγγενικά

Σημειώσεις

  • Στην αρχαία Ρώμη, χρησιμοποιούσαν αυτήν την λέξη για όσους ζούσαν έξω από την Ρώμη, στην επαρχία και αργότερα, όταν άρχισε να ανθίζει ο Χριστιανισμός, την χρησιμοποιούσαν για αυτούς που εξακολουθούσαν να πιστεύουν στους αρχαίους θεούς

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.