παγανός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παγανός οι παγανοί
      γενική του παγανού των παγανών
    αιτιατική τον παγανό τους παγανούς
     κλητική παγανέ παγανοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παγανός < ελληνιστική κοινή παγανός ή μεσαιωνική ελληνική παγανός < λατινική pagan / paganus (αγρότης) < pagus (ύπαιθρος) [1]

Ουσιαστικό

παγανός αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.