πίκραμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πίκραμα | τα | πικράματα |
| γενική | του | πικράματος | των | πικραμάτων |
| αιτιατική | το | πίκραμα | τα | πικράματα |
| κλητική | πίκραμα | πικράματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πίκραμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του πικραίνω
- (κυριολεκτικά) πικρία
- (μεταφορικά) άλλη μορφή του πίκρισμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.