πέταυρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πέταυρο | τα | πέταυρα |
| γενική | του | πέταυρου | των | πέταυρων |
| αιτιατική | το | πέταυρο | τα | πέταυρα |
| κλητική | πέταυρο | πέταυρα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πέταυρο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πέταυρο < αρχαία ελληνική πέτευρον
Ουσιαστικό
πέταυρο ουδέτερο
- (μάλλον παρωχημένο) λεπτή ή ελαστική σανίδα που χρησιμοποιείται σε διάφορες οικοδομικές εργασίες
- ↪ Οι χτίστες έβαλαν τα πέταυρα της σκεπής.
Συγγενικά
- πεταυρίζω
- πεταυριστής
- πεταυρώνω
- πεταύρωμα, πεταύρωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.