πεταυρώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πεταυρώνω < πέταυρ(ο) + -ώνω

Ρήμα

πεταυρώνω

  • (παρωχημένο) επενδύω, καλύπτω κάτι με λεπτές σανίδες

  • πεταυρίζω

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές

  • εφημ. “Πρωΐα” (χ.χ.έ.), Λεξικόν της νέας ελληνικής γλώσσης: ορθογραφικόν και ερμηνευτικόν. Έκδοσις δευτέρα επαυξημένη. 2 τόμ. με ενιαία σελιδαρίθμηση. Βραβείον Ακαδημίας Αθηνών. Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Πέτρου Δημητράκου, σελ. 1927.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.