again

Αγγλικά (en)

Επίρρημα

again (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. ξανά, (και) πάλι, άλλη μια φορά
    We cannot trust them again.
    Δεν μπορούμε να τους εμπιστευτούμε ξανά.
    Open it again.
    Άνοιξε το πάλι.
    I don’t want to lose you again.
    Δε θέλω πάλι να σε χάσω.
    He was again elected president.
    Βγήκε και πάλι πρόεδρος.
    In five days, we will be together again.
    Σε πέντε μέρες θα είμαστε και πάλι μαζί.
    Come back again!
    Να ξαναρθείτε και πάλι!
    Are asking for a loan again?
    Πάλι δανεικά ζητάς;
  2. πάλι, δείχνει την επιστροφή κάποιου ή κάτι στο ίδιο μέρος ή κατάσταση στην οποία βρίσκονταν αρχικά
    As soon as I finish, I will give it (back) to you again.
    Μόλις τελειώσω θα σου το δώσω πάλι.
  3. τόσα κι άλλα τόσα, προστίθεται σε ένα ποσό που υπάρχει ήδη
    He asked for as much again.
    Ζήτησε τόσα κι άλλα τόσα.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.