οὗλος

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία 1

οὗλος (με δασεία) < ὅλος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὅλος με τροπή [o] > [u]
Ή, όπως δέχονται πολλοί μελετητές < κληρονομημένο από την ιωνική διάλεκτο οὖλος (αρχαία ελληνική ὅλος), γραμμένο με ψιλή (παρατήρηση στο #Grammar Cambridge)
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: ούλος (ιδιωματικό)

Επίθετο

οὗλος

Συγγενικά

Ετυμολογία 2

οὗλος < ἧλος (καρφί, ήλος) με τροπή ... κατά το ...  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

οὗλος αρσενικό

Πηγές

για τη σημασία όλος

  • The Cambridge Grammar of Medieval and Early Modern Greek. (2019) [Η Γραμματική του Κέμπριτζ για τα μεσαιωνικά και πρώιμα νέα ελληνικά] (στα αγγλικά) Των David Holton, Geoffrey Horrocks, Marjolijne Janssen, Tina Lendari, Io Manolessou & Notis Toufexis. Cambridge University Press. 4 τόμοι. DOI - εισαγωγή
    • Η ορθογραφία και φωνητική αλλαγή: ὅλος > οὕλος > οὗλος σελ.75. στο 2.8.3. Raising of /o/ to /u/.
    • Κλιτικός πίνακας, μορφές και παραθέματα: 5.13.1.1. ὅλος (σελ.1188). Επιπλέον παρατήρηση για τη φωνητική αλλαγή και την ορθογραφία:
        is generally interpreted as a survival from ancient Ionic, rather than as the product of a phonological change from /o/ to /u/ [] Most editors write it with spiritus asper, although if it is indeed Ionic it should not be aspirated.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.