θεωνύμιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | θεωνύμιο | τα | θεωνύμια |
| γενική | του | θεωνύμιου & θεωνυμίου |
των | θεωνύμιων & θεωνυμίων |
| αιτιατική | το | θεωνύμιο | τα | θεωνύμια |
| κλητική | θεωνύμιο | θεωνύμια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θεωνύμιο < θεωνυμί(α) + -ο. Αναλύεται σε θε(ο)- + -ωνύμιο.
Συνώνυμα
- Θεωνύμια στο Βικιλεξικό
- αγιωνύμιο
Μεταφράσεις
θεωνύμιο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.