οἰκοφθόρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ οἰκοφθόρος | τὸ οἰκοφθόρον | οἱ, αἱ οἰκοφθόροι | τὰ οἰκοφθόρα |
| Γενική | τοῦ, τῆς οἰκοφθόρου | τοῦ οἰκοφθόρου | τῶν οἰκοφθόρων | τῶν οἰκοφθόρων |
| Δοτική | τῷ, τῇ οἰκοφθόρῳ | τῷ οἰκοφθόρῳ | τοῖς, ταῖς οἰκοφθόροις | τοῖς οἰκοφθόροις |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν οἰκοφθόρον | τὸ οἰκοφθόρον | τοὺς, τὰς οἰκοφθόρους | τὰ οἰκοφθόρα |
| Κλητική | οἰκοφθόρε | οἰκοφθόρον | οἰκοφθόροι | οἰκοφθόρα |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | οἰκοφθόρω | |||
| Γενική-Δοτική | οἰκοφθόροιν | |||
Συνώνυμα
- ἄσωτος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.