οἰκίζω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

οἰκίζω < οἶκος + -ίζω

Ρήμα

οἰκίζω

  1. αποικίζω
  2. εποικίζω
  3. (μεταφορικά) μεταβάλλω την κατάσταση κάποιου

Συνώνυμα

  • οἰκέω (κατοικώ, διοικώ, φέρνω βόλτα νοικοκυριό, αλλά και αποικώ, εποικίζω)


Αρχικοί Χρόνοι Ενεργητική Φωνή Μέση-Παθητική Φωνή
Ενεστώτας οἰκίζω οἰκίζομαι
Παρατατικός ᾤκιζον ᾠκιζόμην
Μέλλοντας οἰκιῶ οἰκιοῦμαι και παθητ. οἰκισθήσομαι
Αόριστος ᾤκισα (ιωνικός τύπος οἴκισα & επικός τύπος ᾤκισσα ) ᾠκισάμην και παθητ. ᾠκίσθην
Παρακείμενος ᾤκικα ᾤκισμαι ( ιωνικός τύπος οἴκισμαι)
Υπερσυντέλικος ᾠκίκειν ᾠκίσμην

Σύνθετα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.